- ζωοφυτώ
- και ζωφυτώ ζωοφυτῶ και ζωφυτῶ, -έω (Α) [ζωόφυτος]1. αναπτύσσω, αναδίδω ζωηρούς βλαστούς, ανθίζω, θάλλω («ζωφυτοῡν ἄλσος»)2. παράγω, γεννώ έμβια, ζωντανά όντα ή παρέχω ζωή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωοφυώ — ζωοφυῶ, έω (Α) ζωοφυτώ, ζωογονώ … Dictionary of Greek